Σήμερα στην Β. Ελλάδα -κυρίως στις ακριτικές περιοχές πλησίον της Βουλγαρίας- λειτουργούν τα λεγόμενα Βουλγάρικα παντοπωλεία. Ο ιδιοκτήτης τους αγοράζει τα προϊόντα του από την Βουλγαρία που
είναι εκτός Ευρωζώνης, τα μεταφέρει στην Ελλάδα και τα πουλά σε τιμές
πολύ χαμηλότερες των ελληνικών που φτιάχνονται και εμπορεύονται με
τιμές ευρωζώνης plus ελληνική φορομπηχτική πολιτική.
Η πίεση αυτή καταλήγει στον αγρότη που
αναγκάζεται να συμπιέσει τις τιμές του ενώ το κράτος του αυξάνει, την
φορολογία, τη ΔΕΗ, το πετρέλαιο, τιμωρώντας την εργασία και την
παραγωγή και όχι τα αραχτά (στο τόκο π.χ.) κεφάλαια.
- Γιατί λοιπόν να μπει στον κόπο παράξει όταν εξ ορισμού θα μπει μέσα;
- Πώς θα προχωρήσει σε επενδύσεις όταν για να πάρει χρήμα από τράπεζα θα πρέπει να πάει στο γκισέ με καλάσνικωφ και κουκούλα;
- Πως μπορεί να ανταγωνιστεί τον Βούλγαρο αν δεν ρίξει το βιοτικό του επίπεδο;
- Γιατί να μην στείλει το παιδί του σε μια αλλη δουλειά αντί να του μάθει την τέχνη του αγρότη;
Ας δούμε το εξαιρετικό άρθρο του καθηγητή Κώστα Χρυσόγονου από το aixmi.gr
Το νέο έτος ξεκίνησε με μια νέα
επικοινωνιακή προσπάθεια να πεισθεί ο ελληνικός λαός για την
αναγκαιότητα της συμμόρφωσης στις επιταγές των ξένων δανειστών. Άξια
σχολιασμού είναι, ιδίως, όσα είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
και προβλήθηκαν δεόντως από τα ΜΜΕ. Αυτός διαμήνυσε ότι η επιστροφή στην
δραχμή, πέρα από τις αναμφισβήτητες τεχνικές της δυσχέρειες, θα είναι
καταστροφική επειδή η χώρα είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές, τις
οποίες δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει αν δεν διαθέτει ένα ισχυρό
νόμισμα, όπως το ευρώ. «Ακόμα και τις ντομάτες τις εισάγουμε από το
Βέλγιο», είπε σε μια αποστροφή της συνέντευξής του.
Ανακύπτουν τρία απλά ερωτήματα σε σχέση με τα παραπάνω. Πρώτο: Από πότε εισάγουμε τις ντομάτες από το Βέλγιο; Η
απάντηση είναι ότι αυτό συνέβη μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το ισοζύγιο τρεχουσών (εξωτερικών)
συναλλαγών ήταν σχεδόν ισορροπημένο, με πλεονάσματα ή ελλείμματα που δεν
ξεπερνούσαν το 2% του ΑΕΠ ετησίως. Τη δεκαετία του 2000, όμως, η
ισορροπία ανατράπηκε πλήρως, με σταθερά διψήφια ποσοστά του ΑΕΠ έλλειμμα
κάθε χρόνο. Δεύτερο: Είναι βιώσιμο να εισάγει η Ελλάδα ντομάτες από το Βέλγιο; Προφανώς
όχι, είναι η απάντηση. Μια χώρα με περιορισμένη βιομηχανική υποδομή δεν
μπορεί να ελπίζει ότι θα καταφέρει να επιβιώσει στον στίβο του
παγκόσμιου ανταγωνισμού, εισάγοντας όχι μόνο τα βιομηχανικά, αλλά ακόμη
και τα αγροτικά προϊόντα που καταναλώνει. Τρίτο και κρισιμότερο: Πώς θα σταματήσουμε να εισάγουμε ντομάτες από το Βέλγιο; Μια
απάντηση θα ήταν με το να αυξηθούν οι τιμές της βελγικής ντομάτας για
τον καταναλωτή και έτσι να στραφεί προς την ελληνική, δίνοντας παράλληλα
κίνητρο στους αγρότες μας να αυξήσουν την παραγωγή τους. Για να συμβεί
αυτό, όμως, ο μόνος γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος είναι μάλλον η
υποτίμηση και αυτή προϋποθέτει, δυστυχώς, την ύπαρξη εθνικού νομίσματος.
Η επιχειρούμενη, τα τελευταία δύο περίπου χρόνια, «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2011 θα είναι λίγο κάτω από το 10% του ΑΕΠ) μεταξύ άλλων επειδή μειώνει την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών σύμμετρα για ελληνικά και ξένα προϊόντα και υπηρεσίες, ενώ το ζητούμενο θα ήταν να μείνει κατά το δυνατόν ανέπαφη για τα ελληνικά.
Η Ελλάδα έχει υποστεί συντριπτική ήττα στον στίβο της παγκοσμιοποίησης την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να σωρεύσει ένα εξωτερικό χρέος που είναι αδύνατο όχι μόνο να αποπληρωθεί, αλλά ακόμη και να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα. Διαφαίνεται ότι θα αναγκασθεί να αποσυρθεί προσωρινά, προκειμένου να ανασυγκροτήσει την οικονομία της σε πιο ρεαλιστικές και στέρεες βάσεις. Με άλλες λέξεις, εάν δεν υπάρξουν δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα αναγκασθεί να αποχωρήσει από αυτή και να επιβάλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Το ότι τούτο θα έχει δραματικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της είναι αναμενόμενο αλλά -από ό,τι φαίνεται- αναγκαίο, εφόσον θέλουμε να ανακτήσουμε μια μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάκαμψης. Η συνέχιση της εφαρμογής των αποτυχημένων συνταγών του Μνημονίου ισοδυναμεί με μια επιταχυνόμενη πλαγιολίσθηση προς την οικονομική καταστροφή και προς την κοινωνική έκρηξη. Η ελπίδα ότι θα μας σώσουν το ΔΝΤ και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης είναι όχι μόνο φρούδα αλλά και επικίνδυνη, διότι -αντίθετα με τα χρέη προς ιδιώτες- τα χρέη προς κράτη και διεθνείς οργανισμούς δεν επιδέχονται ούτε επαναδιαπραγμάτευση ούτε δραχμοποίηση. Η κατάληξη θα είναι να εκποιήσουμε όλη τη δημόσια περιουσία και να μετατραπούμε σε εξαθλιωμένη νεοαποικία. Είναι μάλλον προτιμότερο να περάσουμε δύο ή τρία πολύ δύσκολα χρόνια και, στη συνέχεια, να επανέλθουμε σε ένα βιώσιμο για τα δεδομένα της οικονομίας μας και, πάντως, ανεκτό επίπεδο κατανάλωσης, όπως αυτό που υπήρχε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρά να κατεδαφίσουμε την κυρίαρχη κρατική υπόσταση του ελληνισμού.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
ΠΗΓΗ
Η επιχειρούμενη, τα τελευταία δύο περίπου χρόνια, «εσωτερική υποτίμηση» δεν αποδίδει (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2011 θα είναι λίγο κάτω από το 10% του ΑΕΠ) μεταξύ άλλων επειδή μειώνει την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών σύμμετρα για ελληνικά και ξένα προϊόντα και υπηρεσίες, ενώ το ζητούμενο θα ήταν να μείνει κατά το δυνατόν ανέπαφη για τα ελληνικά.
Η Ελλάδα έχει υποστεί συντριπτική ήττα στον στίβο της παγκοσμιοποίησης την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να σωρεύσει ένα εξωτερικό χρέος που είναι αδύνατο όχι μόνο να αποπληρωθεί, αλλά ακόμη και να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα. Διαφαίνεται ότι θα αναγκασθεί να αποσυρθεί προσωρινά, προκειμένου να ανασυγκροτήσει την οικονομία της σε πιο ρεαλιστικές και στέρεες βάσεις. Με άλλες λέξεις, εάν δεν υπάρξουν δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα αναγκασθεί να αποχωρήσει από αυτή και να επιβάλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Το ότι τούτο θα έχει δραματικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της είναι αναμενόμενο αλλά -από ό,τι φαίνεται- αναγκαίο, εφόσον θέλουμε να ανακτήσουμε μια μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάκαμψης. Η συνέχιση της εφαρμογής των αποτυχημένων συνταγών του Μνημονίου ισοδυναμεί με μια επιταχυνόμενη πλαγιολίσθηση προς την οικονομική καταστροφή και προς την κοινωνική έκρηξη. Η ελπίδα ότι θα μας σώσουν το ΔΝΤ και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης είναι όχι μόνο φρούδα αλλά και επικίνδυνη, διότι -αντίθετα με τα χρέη προς ιδιώτες- τα χρέη προς κράτη και διεθνείς οργανισμούς δεν επιδέχονται ούτε επαναδιαπραγμάτευση ούτε δραχμοποίηση. Η κατάληξη θα είναι να εκποιήσουμε όλη τη δημόσια περιουσία και να μετατραπούμε σε εξαθλιωμένη νεοαποικία. Είναι μάλλον προτιμότερο να περάσουμε δύο ή τρία πολύ δύσκολα χρόνια και, στη συνέχεια, να επανέλθουμε σε ένα βιώσιμο για τα δεδομένα της οικονομίας μας και, πάντως, ανεκτό επίπεδο κατανάλωσης, όπως αυτό που υπήρχε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, παρά να κατεδαφίσουμε την κυρίαρχη κρατική υπόσταση του ελληνισμού.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
ΠΗΓΗ
Πέστα Χρυσόστομε!!
ΑπάντησηΔιαγραφή