απο το Ξύλα Πέτρες
αφιερωμένο σε μια θολωμένη αριστέρα που απογοήτευσε το λαό, την ώρα που είχε την μεγαλύτερη ευκαιρία να τον ενώσει...
*Patria o muerte: Πατρίδα ή θάνατος. Κιτς ρεφορμιστικό σύνθημα που φώναξε ο Τσε Γκεβάρα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (11/12/1964)
«Για να βγούμε από την κρίση, πρέπει οι εργάτες να αναλάβουν τον έλεγχο των εργοστασίων». Aυτό διακήρυξε με περισπούδαστο ύφος ο κεντρικός ομιλητής σε εκδήλωση κόμματος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τον Ιούλιο που μας πέρασε. Ίσως να φαντασιώνονταν ότι ζει στην Αγγλία του 19ου αιώνα και να μην πρόσεξε ότι στην Ελλάδα του 2011
δεν υπάρχουν πλέον εργοστάσια. Στον πολιτικό μικρόκοσμό του, όμως, (εν
προκειμένω, το υπομονετικό κοινό των 30 ατόμων) μια τέτοια διαπίστωση
περίττευε, μιας και το χειροκρότημα ήταν δεδομένο. Η εμμονή των διάφορων πολιτικών χώρων να ζουν
σε κάποιο παράλληλο σύμπαν (άλλος στην Αγγλία του 1800, άλλος στο
Παρίσι του 1871, ή του 1968, άλλος στην Βαρκελώνη του 1936 κι άλλος στην
Βαρκελώνη του... σήμερα) δεν μπορεί παρά να έχει άμεσο αντίκτυπο και στην πολιτική δραστηριότητά τους. Εγχειρήματα
με περιορισμένη εμβέλεια, απευθυνόμενα σε στενό κύκλο «εκλεκτών και
φίλων», αυτοαναφορικότητα, αντίγραφα πρωτοβουλιών του εξωτερικού που
αποτυγχάνουν να βρουν ερείσματα στην τοπική κοινωνία.
Ο μεταπρατισμός, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ της χώρας, είναι κυρίαρχος και στους χώρους της κατεστημένης αμφισβήτησης. Όχι μόνο στο πεδίο της πολιτικής σκέψης και πράξης, αλλά και στο πεδίο της κουλτούρας, του
πολιτισμού, της νοοτροπίας. Έχοντας υιοθετήσει όλο το ιδεολογικό
οπλοστάσιο του φιλελευθερισμού, μεγάλα τμήματα της αριστερής διανόησης
έσπευσαν να βοηθήσουν στην διάλυση κάθε συλλογικής ταυτότητας. Ξεχνώντας
ότι για να υπάρχει διεθνισμός θα πρέπει να υπάρχουν και έθνη (ένα
ερμηνευτικό λέξικο θα βοήθαγε), θεώρησαν την «αποεθνικοποίηση» της κοινωνίας βασικό μέλημά τους, υιοθετώντας έναν δήθεν προοδευτικό, αλλά άκρως φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, κυριάρχο και κατεστημένο, σήμερα, σε ολόκληρη την παγκοσμιοποιημένη Δύση. Ξέχασαν τον Ρουσώ, που προειδοποιούσε εδώ και 200 χρόνια: «Μην εμπιστεύεσαι τον κοσμοπολίτη. Θα σου πει ότι αγαπάει τους Τατάρους, επειδή δεν είναι ικανός να αγαπήσει τον γείτονά του».
Ένα παράδειγμα είναι τα κινήματα της λατινικής Αμερικής, που χαίρουν
ιδιαίτερης εκτίμησης στην Ελλάδα. Ενώ, όμως, γίνονται συνεχώς αναφορές
στις πολιτικές και κοινωνικές πλευρές των κινημάτων αυτών, δεν ισχύει το
ίδιο για την εθνική και πολιτισμική τους διάσταση. Ενώ οι λαοί της
λατινικής Αμερικής παλεύουν –εκτός των άλλων– και για την παράδοση και
την κουλτούρα τους, πολλοί θιασώτες τους στην Ελλάδα αρνούνται να
κάνουν το ίδιο. Αποφεύγουν, ως γραφική, την δική τους παράδοση και
κουλτούρα, αγνοούν το αντιστασιακό ήθος του λαού τους, την μεγάλη
κοινοτιστική του παράδοση, περιφρονούν την ιστορία του. Αντ’ αυτού προτιμούν την μίμηση. Αντί να παραδειγματιστούν
από τα κινήματα που επικροτούν, προτιμούν απλώς να αντιγράψουν τα
συνθήματα και τις προκηρύξεις τους, τα σχέδια και τα ρούχα τους... Και
αναρωτιώνται, μετά, γιατί τα ανυποψίαστα λαϊκά στρώματα δεν ακούνε σκα
και ρέγκε, δεν πίνουν ζαπατιστικό καφέ και δεν πολυκαταλαβαίνουν τις μπριγάδες και τις ροσινάντες τους (για να είσαι αριστερός στην Ελλάδα, πλέον, χρειάζεσαι και δίπλωμα ισπανικών).
Οι χώροι της κατεστημένης αμφισβήτησης στην Ελλάδα έφτασαν,
σε μεγάλο βαθμό, να απεχθάνονται ο,τιδήποτε ελληνικό. Η Ελλάδα
βαφτίστηκε «Αμερική των Βαλκανίων», ο πατριωτισμός –αυτή η «αφελής
προδιάθεση» των απλών ανθρώπων να αγαπάνε τον τόπο τους– κρίθηκε
ανεπιθύμητος, οι ελληνικές σημαίες εξαφανίστηκαν από τις κινητοποιήσεις.
Έτσι όμως, βγάζοντας την πατριωτική διάσταση από το κίνημα, αποσυνέδεσαν το κίνημα από την κοινωνία,
κλείστηκαν ακόμη περισσότερο στον φαντασιακό τους κόσμο και, εντέλει,
προσέφεραν τα λαϊκά στρώματα βορά στα χέρια της ακροδεξιάς.
Εδώ
και ένα χρόνο ζούμε την μεταστροφή αυτής της κατάστασης. Σε μία πορεία
που κορυφώθηκε στο Σύνταγμα, η κοινωνία αναλαμβάνει για πρώτη φορά την
πρωτοβουλία των κινήσεων. Το κίνημα διαχέεται πλέον στην κοινωνία και,
καθώς διαχέεται, αλλάζουν και τα χαρακτηριστικά
του. H μεταφορά της κινηματικής πρωτοβουλίας από τις «φωτισμένες
πρωτοπορίες» στον λαό έχει, μεταξύ άλλων, επιφέρει και την «επανεθνικοποίηση»
του κινήματος. Ο «απολίτικος» λαός υιοθετεί μία σειρά από πρακτικές,
δράσεις, ιδέες και αιτήματα που μέχρι πέρυσι ανήκαν στην «δικαιοδοσία»
της Αριστεράς και του ελευθεριακού χώρου.
Συγκροτεί τοπικές πρωτοβουλίες, χωρίς, όμως, να απευθύνεται μόνο σε
«εκλεκτούς και φίλους», μιλάει για άμεση δημοκρατία, χωρίς όμως να την
ντύνει με μια κουλτούρα παντελώς ξένη προς την παράδοσή του, προχωράει σε εγχειρήματα
εναλλακτικής οικονομίας, συνδέοντας, όμως, τους καταναλωτές των πόλεων
με τους παραγωγούς της επαρχίας και όχι με παραγωγούς εξωτικών
προορισμών. Φτάνει, πλέον, να καταφύγει ακόμα και σε συγκρουσιακές λογικές (όπως έδειξε η Κερατέα), χωρίς, όμως, να καταλήγει στον φετιχισμό της βίας.
Δεν
πρόκειται για «εκφυλισμό» του κινήματος, ούτε «κάνει εκπτώσεις» στην
ιδεολογία του, προκειμένου να συμπεριλάβει και τον «απολίτικο κοσμάκη». Ίσα ίσα που ο «απολίτικος κοσμάκης» θέτει το κίνημα σε πιο υγιείς βάσεις, καθώς το συνδέει με τα προβλήματα, τους πόθους και τους καημούς του (και, βεβαίως, και τα κουσούρια του – πως αλλιώς;). Οι πρωτοπορίες καλούνται πλέον να ακολουθήσουν αυτές τον λαό.
Και για να το κάνουν, θα πρέπει πρώτα να επιστρέψουν από τα Λονδίνα και
τα Παρίσια, τα Βερολίνα και τις Βαρκελώνες που νόμιζαν ότι ζούσαν μέχρι
τώρα. Το πρώτο σημάδι αυτής της αλλαγής είναι ότι σπάει το «ταμπού» της
ελληνικής σημαίας, που, από το Σύνταγμα και μετά, καθιερώνεται στις
κινητοποιήσεις.
Η εισαγωγή της πατριωτικής διάστασης στο κίνημα, δίπλα στην κοινωνική, δεν αποτελεί έναν «συμβιβασμό» με τους «εθνικόφρονες», προκειμένου να μαζικοποηθούν
οι πορείες. Ούτε είναι ένα διαφημιστικό τρυκ για να μαζέψει κόσμο. Ούτε
συνιστά μια οπισθοδρόμηση του κινήματος από την «επαναστατικότητα» στον
«ρεφορμισμό». Ή μια υποχώρηση για να χωρέσει το κίνημα ανθρώπους που
δεν έχουν αποκτήσει ακόμα «ταξική συνείδηση». Ή μια συγκαταβατική χείρα
φιλίας στους «αφελείς που σκέπτονται ακόμη με σύμβολα». Ή μια πρόσκαιρη «ανακωχή, μέχρι να πάρουμε το πάνω χέρι».
Η πατριωτική διάσταση στο κίνημα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να
επανασυνδεθεί το κίνημα με την κοινωνία. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για
να μπορέσει επιτέλους το κίνημα να εκφράσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού, και όχι τα φετίχ και τις φαντασιώσεις της εκάστοτε πρωτοπορίας.
Άξεστοι χωριάτες, μειωμένης ταξικής συνείδησης, κάπου στο Μεξικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου